γελωτοποιοί

γελωτοποιοί
γελωτοποιός
exciting laughter
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Διομεία — Αρχαίος δήμος της Αθήνας, που ανήκε στην Αιγηίδα φυλή. Βρισκόταν ΒΑ της Αθήνας και πήρε την ονομασία του από τον Δίομο, γιο του Κολυττού. Στον δήμο αυτόν υπαγόταν το ιερό του Ηρακλή και το Γυμνάσιο Κυνοσάργους. Προς τιμήν του Ηρακλή τελούσαν τα… …   Dictionary of Greek

  • Паразиты гражданская группа — (παράσιτοι). П. у греков первоначально составляли гражданскую и религиозную группу лиц, пользовавшихся от государства правом участия в общественном столе, в пританее. В противоположность σύσσιτοι, которые пользовались этим правом ex officio, П.… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Паразиты, гражданская группа — (παράσιτοι). П. у греков первоначально составляли гражданскую и религиозную группу лиц, пользовавшихся от государства правом участия в общественном столе, в пританее. В противоположность σύσσιτοι, которые пользовались этим правом ex officio, П.… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ПИЩА, СТОЛ — •Cibus, 1) у греков. Различие, существовавшее между отдельными гражданами, племенами и государствами, заметно также и в различной роскоши их стола. В то время как спартанцы в своих сисситиях имели в виду только удовлетворение телесной потребности …   Реальный словарь классических древностей

  • Пища —    • Cibus,     I.          У греков.          Различие, существовавшее между отдельными гражданами, племенами и государствами, заметно также и в различной роскоши их стола. В то время как спартанцы в своих сисситиях имели в виду только… …   Реальный словарь классических древностей

  • STUPIDI — apud Arnob. l. 7. mimi ac γελωτοποιοὶ: quod in iis quidam stupidorum partes agebant: rarditatem simulabant et idcirco salapittis quandoque obiurgabantur. Talis ille, qui praesente Antoninô Philosophô in scena nomen adulteri uxoris a Serva cum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… …   Dictionary of Greek

  • κωμωδία — Θεατρικό ή κινηματογραφικό είδος που επιδιώκει τη διασκέδαση του θεατή με τη σάτιρα και τη γελοιοποίηση ανθρώπινων υπερβολών και αδυναμιών, κοινωνικών ηθών, αντιλήψεων και καταστάσεων. Διαφέρει από τη φάρσα, καθώς προχωρεί σε βαθύτερη ανάλυση των …   Dictionary of Greek

  • παράσιτος — Στην αρχαιότητα ονομάζονταν έτσι οι επιφανείς άνδρες, που εκλέγονταν ως βοηθοί των ιερέων και είχαν ως κύριο καθήκον την επιμέλεια των αποθηκών, όπου φυλάγονταν οι διάφορες προσφορές στους ναούς. Από τις προσφορές, δικαιούνταν το ένα έκτο των… …   Dictionary of Greek

  • σπονδυλοκόποι — οἱ, Α γελωτοποιοί οι οποίοι σατίριζαν τους γραμματικούς. [ΕΤΥΜΟΛ. <: σπόνδυλος + κόπος (< κόπτω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”